- ασύμβολος
- -η, -ο (Α ἀσύμβολος και ἀξύμβολος, -ον) [συμβάλλω]νεοελλ.(για επιστήμη ἡ λόγο) αυτός στον οποίο δεν γίνεται χρήση συμβόλων ή παραστάσεωναρχ.1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν συνεισφέρει σε τελετή ή σε δείπνο το μερίδιό του2. (για δείπνο) αυτό που γίνεται χωρίς συνεισφορά των συνδαιτυμόνων3. ακατανόητος, δυσνόητος4. φρ. «ἀσύμβολος βίος» — ακοινώνητη, μοναχική ζωή.
Dictionary of Greek. 2013.